Σε απόσταση από τις οδηγίες των καρδιολογικών εταιρειών, δύο ενδοκρινολογικές οργανώσεις έχουν εκδόσει νέες οδηγίες στην αντιμετώπιση των δυσλιπιδαιμιών οι οποίες επαναφέρουν τους στόχους για την LDL-χοληστερίνη και είναι οι πρώτες που περιλαμβάνουν μια νές κατηγορία ασθενών, του ‘ακραίου’ κινδύνου, για τους οποίους το όριο των 55mg/dL είναι τώρα ο στόχος.
Οι τελευταίες αυτές κατευθυντήριες οδηγίες εκδόθηκαν από την Αμερικανική Εταιρεία Κλινικής Ενδοκρινολογίας (AACE) και το Αμερικανικό Κολλέγιο Καρδιολογίας (ACE). Επομένως, τέσσερεις νέοι στόχοι προτάθηκαν, με την LDL <55mg/dL, <70mg/dL, <100mg/dL και <130mg/dL για τα άτομα ‘ακραίου’, πολύ υψηλού, υψηλού/μετρίου και χαμηλού κινδύνου αντίστοιχα.
Ομάδα ‘ακραίου’ κινδύνου-στόχοι: LDL<55mg/dL, non-HDL<80mg/dL, apolipoprotein B(ApoB)<70mg/dL
Ομάδα πολύ υψηλού κινδύνου-στόχος: <70mg/dL, non-HDL<80mg/dL, ApoB<80mg/dL
Ομάδα χαμηλού κινδύνου-στόχος: LDL<130mg/dL, non-HDL<160mg/dL, ApoB άνευ κλινικής συσχέτισης
Για τον υπολογισμό του 10-ετή παράγοντα κινδύνου, η AACE/ACE προτείνουν τη χρήση ενός εκ των τεσσάρων καθιερωμένων δεικτών: του Frammingham risk assessment tool, της MESA, του Reynolds Risk Score και του UKPDS risk engine.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες των AACE/ACE περιλαμβάνουν και μια διαπραγμάτευση του κόστους-ωφέλους της στρατηγικής για την αντιμετώπιση των δυσλιπιδαιμιών. Σε γενικές γραμμές, οι στατίνες έχουν αποδείξει την επίδρασή τους στο κόστος-ώφελος στην πρωτοπαθή και δευτεροπαθή πρόληψη οξέων αθηρωσκληρυντικών καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε ασθενείς μετρίου ή υψηλού κινδύνου και σε αυτούς με υψηλές τιμές LDL(>190mg/dL).
Η συγχορήγηση εζετιμίμπης μαζί με τις στατίνες στους ασθενείς που δεν έχουν επιτύχει τον στόχο για την LDL, δεν έχει ακόμα αξιολογηθεί για τη σχέση κόστους-ωφέλους αυτής στις ΗΠΑ, ωστόσο μελέτες στον Καναδά και Ηνωμένο Βασίλειο υποδηλώνουν ότι η εζετιμίμπη μπορεί να αποδειχτεί ευεργετική ειδικά σε συγχορήγηση με γενόσημα.
Στις νέες κατευθυντήριες οδηγίες τονίζεται ότι στην καινούργια ομάδα του ‘ακραίου’ κινδύνου, η πιθανότητα για καρδιαγγειακό σύμβαμα είναι 10 με 14% ανά χρόνο, σκαρφαλώνοντας στο 45 με 50% στην 5-ετία. Σε αυτούς τους ασθενείς, η συνδυασμένη θεραπεία έχει υψηλές πιθανότητες να αποδειχτεί ευεργετική.